- θωίασις
- θωίασις, εως, ἡ,A infliction of penalty, Michel995D 23 (Delph.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θωίασις — θωίασις, ἡ (Α) επιβολή ποινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωάζω. Για το ι βλ. λ. θωή] … Dictionary of Greek
θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ … Dictionary of Greek